-
1 машиностроительный
(της) κατασκευής μηχανών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > машиностроительный
-
2 станкостроительный
(της) κατασκευής εργαλειομηχανών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > станкостроительный
-
3 работа
1. (физический процесс, труд) η εργασί/α, η δουλειάарматурные - ы η εγκατάσταση/τοποθέτηση ενισχύσεωνбетонные - ы - ες σκυροδέματος, разг. τα μπετάземлечерпательные - ы - ες εκσκαφής/εκβάθυνσηςнаучно-исследовательская - η επιστημονική έρευνα/εργασίαпосменная - με/σε βάρδιεςрезная - τα γλυπτά, τα σκαλιστάуборочные - ы - ες συγκομιδής/θέρουςумственная - πνευματική -, διανοητική -2. (функционирование) η λειτουργίαη εργασίαбезотказная - άνευ αστοχιών/βλαβώνбесперебойная - συνεχής -, αδιάκοπη -- вразнос (о двигателе) παράφορη -, το σκορτσάρισμα (του κινητήρα)- конструкции η συμπεριφορά της κατασκευής, η διαγωγή της κατασκευήςнепрерывная - συνεχής -, αδιάλειπτη -периодическая - διαλείπουσα -, διακοπτόμενη -- с данными вчт. η επεξεργασία στοιχείων- σε φάση3. (готовое изделие, продукт труда) η δουλειά, το έργο, η εργασία*плохого качества - κακής ποιότητας работать 1. (применять свой труд, трудиться) εργάζομαι, δουλεύω2. (функцио-нировать) λειτουργώ, δουλεύω 3. (ο машинах и т.п.) λειτουργώ 4. (πο металлу, по дереву) δουλεύω/επεξεργάζομαι (το μέταλλο, το ξύλο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > работа
-
4 дата
η ημερομηνία, η χρονολογίαв течение... дней с - ы получения στη διάρκεια... ημερών από την - της παραλαβήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дата
-
5 принцип
η αρχ/ή, το αξίωμα, ο τρόποςο νόμος- του Πάουλι, η απαγορευτική του ΠάουλιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > принцип
-
6 дефект
το ελάττωμα, η ατέλεια, η ελαττωματικότηταвыявлять - βρίσκω το -, παρουσιάζω το -обнаруживать - ανιχνεύω/βρίσκω το -устранять - εξαλείφω/διορθώνω το -скрытый - λανθάνον -, μη ορατό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дефект
-
7 масса
1. (физическая величина) η μάζ/α, το βάροςвзлётная - ав. το βάρος της απογείωσηςпредельная - см. критическая -тяжёлая - см. гравитационная -2. (полужидкое вещество, смесь) о πολτός 3. (эл., элн.) η ηλεκτρική ή ηλεκτρονική μάζα 4. (большое количество) о μεγάλος αριθμός, η μεγάλη ποσότητα, ο όγκος, ο σωρός 5. (вещество, материал) η μάζα, το υλικόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > масса
-
8 ἐπίστασις
A stopping, stoppage, [ τῆς κοιλίης], οὔρου, Hp.Coac. 480, Prorrh.1.110; ἐ. αἵματος sluggishness of the flow of blood, Id.Insomn.93, cf. Arist.GA 718a21; of the growth of trees, Thphr.CP2.9.1; πρὸς ἐπίστασιν τῶν ἄλλων as a deterrent to others, PAmh.2.134.9 (ii A.D.).2. violence, vehemence, ἐπαινεῖ τὴν Ζήνωνος πραγματείαν μετὰ δή τινος λαμπρᾶς ἐ. Procl. in Prm.p.604 S.II. ([etym.] ἐφίσταμαι) stopping, halt,τοῦ στρατεύματος X.An.2.4.26
, cf. Plb.8.28.13; φροντίδων ἐπιστάσεις haltings of thought, anxious thoughts, S.Ant. 225;ἐπιστάσεις καὶ διατριβαί Plu.2.48b
(following quot. of S.Ant. 232); opp. κίνησις, Arist.de An. 407a33, cf. LI 969b3.b. ἐπίστασιν ἔχει, πῶς.. there is a difficulty, as to how.., Id.Metaph. 1089b25.2. stopping to examine a thing, observation, attention,τοῦτ' ἄξιον ἐπιστάσεως, εἰ.. Id.Ph. 196a36
; μετὰ ἐ. Plb.2.2.2; μετὰπολλῆς ἐ. καὶ φιλοτιμίας D.S.29.32
;ἄξιος ἐπιστάσεως Plb.11.2.4
, Phld. Rh.1.31 S.; ἄγειν τινὰ εἰς ἐ. Plb.9.22.7; ἐξ ἐ. ῥητέον carefully, Id.3.58.3; ἐπίστασίν τινων λαμβάνειν Aristeas 256; medical treatment, care,πρὸς φλεγμονήν Sor.1.76
: generally, care, attention, Phld.Lib. p.50., Mus.p.84K.3. = ἐπιστασία 11, D.S.14.82, Ph.1.143 codd.; κατὰ τὴν ἐ. during his term as ἐπιστάτης, SIG10 (Samos, vi B.C.); ἐ. ἔργων superintendence of works, X.Mem.1.5.2;ἡ ἐ. μοι ἡ καθ' ἡμέραν 2 Ep.Cor.11.28
; oversight of students, D.H.Comp.1.4. beginning,ἐ. ποιεῖσθαι ἀπὸ.. Plb.1.12.6
; ἡ ἐ. τῆς ἱστορίας introduction, Id.2.71.7; ἀρχὴ καὶ ἐ. τῆς κατασκευῆς method of setting about construction, Ph.Bel.50.35.5. scum on urine, Hp.Aph.7.35.6. position in rear, τὴν ἐ. ἐπ' ἀλλήλοις ἔχειν one behind the other, of ships, Plb.1.26.12.7. = μέρος τι τῆς νεώς, Hsch.; cf. ἐπιστατήρ.III. onset, LXX 2 Ma.6.3;ὄχλου Act.Ap.24.12
(nisi leg. ἐπισύστασις).IV. ἐν ἐπιστάσει καὶ ἐν ἀπολογισμῷ, perh. of land of which the rent has been raised, PTeb.61 (a).163 (ii B.C.), al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίστασις
-
9 ἔδαφος
A bottom, foundation, base of anything,τῆς κατασκευῆς τὰ ἐ. Th.1.10
; ἔ. νηός bottom of a ship, Od.5.249;ἔ. πλοίου D.32.5
, cf. Pherecr.12; ἔ. ποταμοῦ, τῆς θαλάττης, X.Cyr.7.5.18, Arist.HA 534a11; [ ποτηρίου] Pherecr.143.2.2 ground-floor, pavement,οἴκου Hdt.8.137
; καθελεῖν ἐς ἔ. raze to the ground, Th. 3.68;τὸ ἔ. ὁμαλίσασι IG11(2).161
A57 (Delos, iii B.C.);ἔπεσον εἰς τὸ ἔ. Act.Ap.22.7
; (iii A. D.), etc.3 ground, soil, περὶ τοῦ τῆς πατρίδος ἐδάφους ἀγωνίζεσθαι for our country's soil, Aeschin.3.134, cf. D.26.11 (pl.); ἐχθρὸς τῷ τῆς πόλεως ἐδάφει, of a mortal foe, Id.8.39, 10.11;ὀκρυόειν ἔ.
Eleg.Alex. Adesp.1.7
; soil, viewed in regard to its quality, Thphr.CP2.4.1 (pl.), 4.11.8: pl., ἐδάφη lands and tenements (incl. houses), Is.11.42, IG 2.780, PTeb.302.10 (i A.D.); also, masses of earth, Epicur.Ep.2p.48U.b manuscript, Id.16.468 (s.v.l.). -
10 паровозостроительный
паровозостроительныйприл τής κατασκευής ἀτμαμαξών:\паровозостроительный завод ἐργοστάσιον κατασκευής ἀτμαμαξῶν. -
11 вагоностроительный
επ.της κατασκευής βαγονιών•вагоностроительный завод εργοστάσιο κατασκευής βαγονιών.
-
12 винторезный
επ.της κατασκευής κοχλιών•винторезный станок μηχανή κατασκευής κοχλιών.
-
13 зуборезный
επ.της κατασκευής δοντιών εργαλείων•зуборезный станок μηχανή κατασκευής γραναζιών.
-
14 моторостроительный
επ.της κατασκευής κινητήρων•моторостроительный завод εργοστάσιο κατασκευής κινητήρων.
-
15 поделочный
επ.για κατασκευή• της κατασκευής, του φτιαξίματος•поделочный материал υλικό κατασκευής.
-
16 самолётостроительный
επ.της κατασκευής αεροπλάνων•-ое предприятие επιχείρηση κατασκευής αεροπλάνων.
-
17 тракторостроительный
επ.της κατασκευής τρακτέρ•тракторостроительный завод εργοστάσιο κατασκευής τρακτέρ.
-
18 деталь
1. (изображения, чертежа) η λεπτομέρεια 2. (часть физического целого) το εξάρτημα, το τεμάχιο, το κομμάτι, το στοιχείο, το τμήμα, το μέροςвзаимосвязанные - и αλληλοσύνδετα - τα, διασυνδεδεμένα - ταкрепёжная - της στερέωσης/στή-ριξηςнесъёмные - и μόνιμα - τα (πλ.), σταθερά - τα (πλ.)переходная - η συστολή (π.χ. όταν ενώνει σωλήνες διαφορετικής διαμέτρου)3. (детали машин) (научная дисциплина) τα στοιχεία των μηχανών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деталь
-
19 κατα-σκευή
κατα-σκευή, ἡ, Zubereitung, Einrichtung, Anordnung, Bau, λιμένων ἢ νεωρίων Plat. Gorg. 455 b; von Schiffen, Pol. 1, 21, 1, der es oft auch vom Bau der Häuser, der Schanzen, Maschinen u. dgl. braucht. – Das Gebäude, die Anlage; τῆς κατασκευῆς τὰ ἐδάφη, schol. κτίσματα, Thuc. 1, 10; ἡ τῶν τειχῶν κ. Plut. Alc. 36; καὶ φύσει καὶ κατασκευῇ ὁ περίβολος ἠσφάλισται Pol. 9, 27, 3; τοῦ σώματος, Einrichtung, Plat. Gorg. 477 b; αἱ τῶν ἰδιωτῶν κατασκευαὶ τῆς ψυχῆς Rep. VIII, 544 e; τοῦ βίου Legg. VIII, 842 c; κατ. ἐν ᾗ κατοικοῦμεν καὶ μεϑ' ἧς πολιτευόμεϑα καὶ δι' ἣν ζῆν δυνάμεϑα Isocr. 4, 27, vgl. 16, 27; κατ. πολιτική Plat. Legg. V, 736 b; πολιτεύματος Pol. 3, 118, 12; ἡ περὶ τὸν βίον κατ. Plut. Pericl. 8; ἐϑισμῶν Pol. 4, 21, 4. – Was zur Ausrüstung des Hauses gehört, Hausgeräth, auch Heergeräth, Gepäck; Her. 9, 82; φιάλας καὶ οἰνοχόας καὶ ἄλλην κατασκευὴν οὐκ ὀλίγην Thuc. 6, 46; Plat. Rep. IV, 419 a; Xen. Oec. 8, 18; Sp. – Kunstgriff, Mittel wozu, τέχναι καὶ κατασκευαὶ τοῦ κατηγόρου Aesch. 2, 1; oft bei Pol.; bei den Rhett. βεβαίωσις τοῠ προτεϑέντος πράγματος, Ggstz von ἀνασκευή, Hermog. progymn. 5 u. A.
-
20 διαλεγω
[λέγω II]1) выбирать, отбирать(τῆς στρατιῆς τινας Her.)
2) разбирать, отделять друг от друга(κριθὰς καὴ πυροὺς καὴ ὄσπρια Xen.; τοὺς ἐναντίους λόγους Dem.; τῆς κατασκευῆς τὰ πολυτελέστατα καὴ τὰ δυνατὰ κομίζεσθαι Polyb.)
3) отличать друг от друга, различать(τά ὑγιῆ καὴ τὰ μή Plat.)
4) классифицировать(κατὰ γένη τὰ πράγματα Xen.)
5) проделывать, просверливать, по друг. выискивать(τέν ὀπήν Arph.)
См. также в других словарях:
Μουσείο Μυκηναϊκού Αποικισμού της Κύπρου — Αυτό το πρωτότυπο μουσείο χτίστηκε για να θυμίζει το μυκηναϊκό αποικισμό του 12ου π.Χ. αι. στη μικρή και άγονη χερσόνησο της Μάας, στη δυτική ακτή της Κύπρου, κοντά στην Πάφο. Μετά την κατάρρευση των κυριότερων κέντρων του μυκηναϊκού πολιτισμού… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μετρό της Αθήνας — Σύγχρονος υπόγειος σιδηρόδρομος της Αθήνας. Αποτελείται από δύο γραμμές που καλύπτουν τις διαδρομές Σεπόλια –Ομόνοια –Σύνταγμα –Δάφνη (Γραμμή 2) και Εθνική Άμυνα –Σύνταγμα (Γραμμή 3). Τον Απρίλιο του 2003 δόθηκε στην κυκλοφορία το τμήμα της… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
προκατασκευή (οικοδομική) — Σύγχρονη οικοδομική τεχνική στην οποία καταφεύγει η οικοδομική βιομηχανία για να οργανώσει κατά ορθολογιστικότερο τρόπο την παραγωγή της. Π. σημαίνει την εκτός εργοταξίου βιομηχανική κατασκευή τμημάτων του κτιρίου, ικανών να χρησιμοποιηθούν στο… … Dictionary of Greek
αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… … Dictionary of Greek
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek